- Σατραπῶν
- Σατράπηςsatrapmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σατραπῶν — σατράπης satrap masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγή — η, ΝΜΑ, και ταή Ν νεοελλ. μσν. μερίδα τροφής ζώων, ταΐνι αρχ. 1. πρώτη γραμμή, μέτωπο μάχης 2. ο τόπος, η επαρχία που τελούσε υπό την εξουσία ενός αρχηγού («πότε καὶ τίνα παρὰ τῶν σατραπῶν ἐν τῇ ταγή ἐκλαβόντι», Αριστοτ.) 3. διαταγή, εντολή 4.… … Dictionary of Greek
αρχισατράπης — ο (Μ ἀρχισατράπης) ο πρώτος των σατραπών νεοελλ. μτφ. ο πολύ αυταρχικός, ο τυραννικός μσν. ο διάβολος … Dictionary of Greek
μέμνων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Αιθιοπίας, γιος του Τιθωνού και της Ηούς. Την περίοδο του Τρωικού πολέμου προσέφερε βοήθεια στον θείο του Πρίαμο (αδερφός του Τιθωνού από τον Λαομέδοντα). Σύμφωνα με τη Μικρή Ιλιάδα … Dictionary of Greek
Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά … Dictionary of Greek
Αρταξέρξης — Όνομα τεσσάρων βασιλιάδων της Περσίας. 1. Α. Α’ ο Μακρόχειρ (; – 425 π.Χ.). Βασιλιάς της Περσίας (464 425). Ήτανγιος του Ξέρξη Α’. Μετριοπαθής και δίκαιος, αντιμετώπισε με επιτυχία εσωτερικές αντιδράσεις και επαναστάσεις περιοχών (της Βακτριανής … Dictionary of Greek
Μαύσωλος — (4ος αι. π.Χ.). Σατράπης της Καρίας (377 353 π.Χ.). Ήταν γιος του σατράπη της Καρίας, Εκατόμνου, και μολονότι ο ίδιος ήταν επισήμως σατράπης, στην πραγματικότητα υπήρξε ανεξάρτητος δυνάστης της Καρίας. Αρχικά διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον… … Dictionary of Greek